καθότι

καθότι
καθότι (Hdt., Thu.+; ins, pap, LXX; En 6:6 [Syncellus]; TestAbr A 2 p. 78, 19 [Stone p. 4]; 11 p. 89, 23 [Stone p. 26]; JosAs 2:1; 4:14; Joseph.) marker
of extent or degree, as, to the degree that καθότι ἄν (Michel 534, 28 [III B.C.] καθότι ἂν δοκεῖ αὐτοῖς; Lev 25:16; 27:12) Ac 2:45; 4:35.
of rationale for someth., because, in view of the fact that (Polyb. 18, 21, 6; Jos., Ant. 18, 90) Lk 1:7; 19:9; Ac 2:24; 17:31; ITr 5:2; GJs 1:2; 2:2 and 3.
of an oath, (I swear) as like ὅτι (e.g. 1 Km 26:16) ζῇ κύριος ὁ θεός μου κ. οὐ γινώσκω … as my God lives, I do not know … GJs 13:3; 15:3f.
of dir. speech, in this matter (an approximation, but best left untransl.) λέγουσα κ. 13:3.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθότι — in what manner indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθότι — (Α καθότι και καθ ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ ὅ,τι) 1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται») 2. επειδή, διότι (α. «δεν τόν άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κατότι — καθότι in what manner ionic (indeclform adverb) κατότι ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… …   Wikipedia

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՆԶԻ — ( ) NBH 2 0979 Chronological Sequence: Unknown date շ. Որպէս յետադաս. γάρ, ὄτι, καθότι nam, enim, quoniam, quia. Վասն զի. զիրա. *Երկեայ, քանզի մերկ էի: Մեղանչեն քեզ, քանզի ոչ գոյ մարդ՝ որ ոչ մեղանչէ: Ոչ գոյր նորա որդեակ, քանզի եղիսաբէթ ամուլ էր,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • κατότι — (Α) επίρρ. ιων. τ. καθότι ή καθ ότι …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”